καταχρύσως

καταχρύσως
καταχρύ̱σως , κατάχρυσος
overlaid with gold-leaf
adverbial
καταχρύ̱σως , κατάχρυσος
overlaid with gold-leaf
masc/fem acc pl (doric)
καταχρυσόω
cover with gold-leaf
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
καταχρύ̱σως , καταχρυσόω
cover with gold-leaf
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”